- νυχηβόρος
- νῠχηβόρος, ον,A devouring by night, v.l. for μυλ-, μυχ-, Nic.Th. 446.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυχηβόρος — νυχηβόρος, ον (Α) (για ποντικό) αυτός που τρώει τη νύχτα ό,τι βρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ τού νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα + βόρος (< βορά). Το n τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
νυχηβόρου — νυχηβόρος devouring by night masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχηβόρος — μυχηβόρος, ον (Α) (εσφ. γραφ.) αντί νυχηβόρος … Dictionary of Greek